Friday, April 6, 2012

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Ενα αυτοκίνητο σταματά στο προαύλιο του νεκροταφείου. Απο μέσα κατεβαίνει ο Θωμάς. Πλησιάζει το γραφείο δίπλα στην είσοδο. Κάτι σηζητά με τον υπεύθυνο.
Λίγα λεπτά αργότερα ο Θωμάς περπάτα δίπλα σε μια συστάδα κυπαρίσια.Δείχνει να ψάχνει κάποιο μνήμα. Κάποτε σταματά. Κοιτάζει το μνήμα. Στην πλάκα η φωτογραφία του Στέφανου και η ημερομηνια γέννησης και θανάτου του. Εξ’Αθηνών.
Ο Θωμάς κατεβάζει το κεφάλι για λίγο. Πατά μέσα στο μνήμα, φτάνει στην πλάκα. Με την παλάμη του σκουπίζει την φωτογραφία του πατέρα του. Απομακρύνεται. Εισνπέει βαθιά. Φοβάται. Πονεί. Εκπνέει βαριά. Παίρνει θάρρος.

-Καλημέρα

Τα πουλιά τιτιβίζουν. Μακριά ο ήχος αυτοκινητων που παιρνούν σβήνει ανάμεσα στα κλαδιά των κυπαρισσιών. Ενα γελάκι του ξεφεύγει. Σταματά απότομα.

-Τραγικό δεν είναι? Παίρνει δύναμη.
Εσύ φταίς. Είναι εντάξει όμως. Είμαι μεγάλο παιδί πια. Το έχω ξεπεράσει. Πολλές οι νύχτες που περίμενα να’ρθείς να με ξυπνήσεις, να με πάρεις στα γόνατα σου.

Σταματά.

-Δεν ήρθες ποτέ όμως. Κουράστηκα να περιμένω…Είπα να έρθω εγώ.

Χαμογελά.

- Και όλοι μου λένε τι καλος άνθρωπος ήσουν. Τι υπέροχος άνθρωπος ήσουν. Πόσο τους έκανες να γελούν. Το πλατύ σου χαμόγελο. Πόσο γενναιόδωρος ήσουν.
(καγχάζει). Και δεν ξέρω πως να αντιδράσω. Τι να πώ. Κουνάω το κεφάλι σαν χάνος. Χαμογελώ. (πιο δυνατά) Τι να πώ? Οτι το ξέρω? Αφού δεν το ξέρω. Δεν θυμάμαι κάν πως μοιάζεις. Πως μυρίζεις. Πως αγγίζεις. Τι να πώ? Πες μου. Δεν μιλάς ε? Μίλα! Μίλα παναθεμα σε! (γελά) Λίγο αργά γ αυτό ε?  Πές μου τι να τους πώ? Οτι μ’αφησες πίσω? Και την μάνα μου? Οτι μας ξέγραψες? Ότι με φωνάζανε μπάσταρδο στο σχολείο? Οτι δεν έκανα οικογένεια εξαιτείας σου?

ΠΑΥΣΗ

- Το μόνο που θυμάμαι είναι το άρωμα σου. Εκείνο το γαλλικό που είχες φέρει απο την Αγγλία. Έτσι μου είχε πεί τότε η μάνα μου. Το είχες αφήσει στο ντουλαπάκι στο μπάνιο. Δίπλα στα ξυριστικά σου. Μάλλον το ξέχασες, όταν έφυγες βιαστικά. Χρόνια το φυλούσα λες κ’ηταν διαμάντι. Το φύλαγα κάτω απο το κρεβάτι, μακριά απο το φώς, μακριά απο όλα. Μην εξατμιστεί, μην μιαστεί. Ήταν ότι είχα. Έβαζα μια σταγόνα μια φορά τον μήνα. Ήθελα να αντέξει. Και θυμάμαι μικρός, ένοιωθα τυχερός. Το έιχες αφήσει μισογεμάτο. Νόμιζα, τότε, οτι θα άντεχε μια ζωή. (χαμογελά νοσταλγικά και πικραμένα). Εξατμίστηκε χρόνια τώρα πιά. Σαν εσένα. Εξατμίστηκε μαζί του και η θύμιση σου. Μετά ήρθε το γράμμα…και τώρα είμαστε εδώ. Ήρθα λοιπόν…πατέρα (γεμίζουν τα μάτια του), να σου πώ οτι σε…συγχωρώ.


1 comment: